αποθέτης

αποθέτης
ο мусорный ящик; корзина для мусора

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "αποθέτης" в других словарях:

  • Count of the Stable — The Count of the Stable (Latin: comes stabuli; Greek: κόμης τοῦ σταύλου/στάβλου, komēs tou staulou/stablou) was a late Roman and Byzantine office responsible for the horses and pack animals intended for use by the army and the imperial court.[1]… …   Wikipedia

  • Αμύκλαι — Ονομασία δύο αρχαίων πόλεων. 1. Σπουδαίος αρχαίος οικισμός, 5 χλμ. νότια της Σπάρτης. Κατοικήθηκε γύρω στο 2000 π.Χ. και παρουσίασε εξαιρετική άνθηση στην ύστερη φάση της μυκηναϊκής περιόδου. Από τότε φαίνεται πως είχε καθιερωθεί η λατρεία του… …   Dictionary of Greek

  • Δάλλας, Γιάννης — (Φιλιππιάδα Ηπείρου 1924 –). Φιλόλογος, καθηγητής πανεπιστημίου και λογοτέχνης. Σπούδασε στη φιλοσοφική σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών και αναγορεύτηκε διδάκτορας του πανεπιστημίου Ιωαννίνων (1984). Σταδιοδρόμησε αρχικά ως καθηγητής φιλολογίας σε …   Dictionary of Greek

  • Ελευσίνα — Πόλη (25.863 κάτ.) στην πρώην επαρχία Μεγαρίδος του νομού Αττικής. Βρίσκεται στο δυτικό άκρο του νομού, στην ακτή του Σαρωνικού κόλπου, σε απόσταση 24 χλμ. από την Αθήνα. Η πόλη καταλαμβάνει μεγάλο μέρος της ομώνυμης πεδιάδας (το αρχαίο Θριάσιο… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»